ξεμουδιάζω

ξεμουδιάζω
ξεμουδιάζω, ξεμούδιασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεμουδιάζω — 1. παύω να αισθάνομαι μούδιασμα («περπάτησα λίγο και ξεμούδιασαν τα πόδια μου») 2. (για αθλητή) ετοιμάζομαι για αγώνα με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μουδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεμουδιάζω — ξεμούδιασα, ξεμουδιασμένος: Άντε να περπατήσουμε λίγο να ξεμουδιάσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμούδιασμα — το [ξεμουδιάζω] το αποτέλεσμα τού ξεμουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμούδιασμα — ξεμούδιασμα, το ατος, το αποτέλεσμα του ξεμουδιάζω, απαλλαγή από μούδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”